ησσώμαι

ησσώμαι
ἡσσῶμαι, -άομαι (Α)
αρχαιότ. αττ. τ. τού μετγν. αττ. τ. ἡττῶμαι*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡσσῶμαι — ἡσσάομαι to be less pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἡσσάομαι to be less pres ind mp 1st sg ἡσσάομαι to be less pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθησσώμαι — ἀνθησσῶμαι και –ηττῶμαι ( άομαι) (Α) [ησσώμαι ηττώμαι] νικιέμαι, υποχωρώ και εγώ με τη σειρά μου, ενδίδω και εγώ …   Dictionary of Greek

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • ηττώμαι — (AM ἡττῶμαι, άομαι, αρχαιότ. αττ. τ. ἡσσῶμαι και ιων. τ. ἑσσοῡμαι) 1. νικιέμαι, υφίσταμαι ήττα σε μάχη, κατατροπώνομαι, τρέπομαι σε φυγή 2. αποδεικνύομαι κατώτερος κάποιου σε αγώνα, έρχομαι δεύτερος, βγαίνω ηττημένος από διαγωνισμό μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”